- παρακλιδόν
- παρα - κλιδόν (κλίνω): adv., turning to one side, evasively, Od. 4.348 and Od. 17.139.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
παρακλιδόν — turning aside indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλιδόν — Α επίρρ. 1. κατά παρέκκλιση από το σωστό ή το αληθινό, απατηλά, παρά την αλήθεια, παρακεκλιμένως* 2. πλάγια, πλαγιαστά, προς άλλο μέρος («ὄσσε παρακλιδὸν ἔτραπεν ἄλλῃ» έστρεψε τους οφθαλμούς της προς άλλο μέρος, Ύμν. Αφρ.) 3. με στήριξη πάνω σε… … Dictionary of Greek
παρακεκλιμένως — Α επίρρ. 1. με παρέκκλιση από την αλήθεια, παρά την αλήθεια, απατηλά, παρακλιδόν* 2. πλάγια, προς το άλλο μέρος («παρακεκλιμένως ἔπιπτεν», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρακεκλιμένος τού παρακλίνω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
παρατετραμμένως — Μ παρακλιδόν,* κατά παρέκκλιση από την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. μτχ. παθ. παρακμ. παρατετραμμένος τοὺ παρατρέπω] … Dictionary of Greek
παρεξειπείν — Α (δ. γρφ. τού παρέξ εἰπεῑν) 1. λέω κάτι με πλάγιο τρόπο επί πλέον 2. μιλώ εναντίον τής αλήθειας («οὐκ ἄν ἐγώ γε ἄλλα παρεξείποιμι παρακλιδὸν οὐδ ἀπατήσω», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek